Σχέδιο για την επιστροφή στο Δημόσιο του εξαντληθέντος κοιτάσματος του Πρίνου στη νότια Καβάλα εξετάζει η κυβέρνηση, μετά και τη δεύτερη ατυχή προσπάθεια του ΤΑΙΠΕΔ να κρατήσει ζωντανό το όραμα αξιοποίησής του ως αποθήκη φυσικού αερίου, αυτή τη φορά με τη δυνατότητα πρόσμειξης και υδρογόνου.
Οι προτάσεις που εξετάζονται είναι είτε η επιστροφή της κυριότητας του κοιτάσματος στο Υπερταμείο (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας) είτε στην ΕΔΕΥΕΠ (Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων), πρόταση που φαίνεται να συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες λόγω της συνάφειας του project με το αντικείμενο της εταιρείας. Από τις αποφάσεις που θα ληφθούν, θα κριθεί εάν η χώρα θα καταφέρει να υλοποιήσει ένα σχέδιο που εξετάστηκε για πρώτη φορά το 2010 και η αξία του για την ενεργειακή θωράκιση της χώρας αναδείχθηκε μέσα στην ενεργειακή κρίση.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που δεν διαθέτει αποθήκες φυσικού αερίου και το 2022 υποχρεώθηκε να αποθηκεύσει στρατηγικά αποθέματα ασφαλείας στην Ιταλία και τη Βουλγαρία και να προσθέσει μια ακόμη πλωτή αποθήκη στη Ρεβυθούσα, πληρώνοντας ένα κόστος της τάξης των 300 εκατ. ευρώ. Αντ’ αυτού, αν λειτουργούσε η αποθήκη της Καβάλας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΕΣΦΑ την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, θα είχαμε περί το 1 δισ. ευρώ όφελος από τη διαφορά των τιμών διάθεσης – αποθήκευσης.
Το χρονικό
Ο διαγωνισμός του ΤΑΙΠΕΔ για την αξιοποίηση του κοιτάσματος της νότιας Καβάλας ως αποθήκης φυσικού αερίου ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2020 και ύστερα από συνεχείς παρατάσεις κατέληξε άγονος στις 31 Μαρτίου 2023. Οι υποψήφιοι επενδυτές Energean και ΔΕΣΦΑ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ δεν προσήλθαν να υποβάλουν δεσμευτικές προσφορές, επιβεβαιώνοντας την απροθυμία που είχαν γνωστοποιήσει τόσο στο ΤΑΙΠΕΔ όσο και στα συναρμόδια υπουργεία από τον περασμένο Ιούνιο, όταν η ΡΑΕ εξέδωσε τον κανονισμό τιμολόγησης.
Η ΡΑΕ έβαλε «ταβάνι» στο ποσοστό κοινωνικοποίησης του έργου (50%), το ποσοστό δηλαδή που μεταφέρεται στους χρήστες της αποθήκης και μέσω αυτών στους τελικούς καταναλωτές και γνωρίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της απόφασης στην έκβαση του διαγωνισμού άφησε «παράθυρο» ευκαιρίας για την κάλυψη ενδεχόμενων χρηματοοικονομικών κενών, υποδεικνύοντας δύο πηγές εσόδων για τους επενδυτές.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. που δεν διαθέτει αποθήκες αερίου, κάτι που πλήρωσε ακριβά στην ενεργειακή κρίση.
Η μία εξ αυτών είναι η πολιτεία, η οποία θα μπορούσε για λόγους ενεργειακής ασφάλειας να διατηρεί στρατηγικά αποθέματα αερίου στην αποθήκη, αποζημιώνοντας τους επενδυτές για τη χρήση τους έπειτα από σχετική έγκριση της Κομισιόν. Η έτερη επιλογή ήταν η χρηματοδότηση του έργου από ευρωπαϊκούς πόρους, με την επισήμανση μάλιστα της ΡΑΕ ότι η Κομισιόν θα συνεχίζει να χρηματοδοτεί υποδομές φυσικού αερίου και δη αποθήκευσης και ως εκ τούτου το project έχει σημαντικές πιθανότητες χρηματοδότησης. Και οι δύο ωστόσο εναλλακτικές διασφάλισης της βιωσιμότητας του έργου «κάηκαν». Η πρώην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, παρότι το φθινόπωρο πέρυσι εμφανιζόταν να δίνει διέξοδο στο έργο καταθέτοντας στην Κομισιόν αίτημα για χρήση της αποθήκης σε ποσοστό 50% για στρατηγικά αποθέματα αερίου, προτίμησε μάλλον να το αφήσει στην τύχη του…
Σχετικό αίτημα δεν υποβλήθηκε ποτέ και τότε το ΤΑΙΠΕΔ ανέλαβε να διασώσει κάπως τα πράγματα καταφεύγοντας στη δεύτερη λύση της χρηματοδότησης από ευρωπαϊκές πηγές. Σε συνεννόηση με τους επενδυτές, αλλά και με την κυβέρνηση, αποφάσισε να υποβάλει αίτημα για επανένταξη του έργου στη λίστα των ευρωπαϊκών έργων κοινού ενδιαφέροντος (PCI), αφού η Ελλάδα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την ένταξή του στην αντίστοιχη λίστα του 2017.
Χωρίς στήριξη
Το ΤΑΙΠΕΔ υπέβαλε στις αρχές Απριλίου το σχετικό αίτημα στην Κομισιόν, με το σχέδιο να έχει τροποποιηθεί για να συμπεριλάβει και αποθήκευση υδρογόνου προσβλέποντας σε μια καλύτερη βαθμολογία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενεργειακή μετάβαση. Το παράδοξο ωστόσο αυτής της προσπάθειας είναι ότι το ΤΑΙΠΕΔ δεν εμφανίστηκε στην αρμόδια επιτροπή των Βρυξελλών να στηρίξει το έργο ως όφειλε –ως ο φορέας υλοποίησής του–, με αποτέλεσμα το έργο να μην αξιολογηθεί καν και να χάσει την ευκαιρία επανένταξης στη λίστα PCI. «Δεν είχαμε την τεχνική δυνατότητα να υποστηρίξουμε το έργο σε μια τεχνική επιτροπή. Αυτό το είχαμε εξαρχής ξεκαθαρίσει και στους επενδυτές και στο υπουργείο. Ο διαγωνισμός έληξε στις 31 Μαρτίου και δεν είχαμε καν σε ισχύ τις συμβάσεις των τεχνικών μας συμβούλων», δηλώνει στην «Κ» η πλευρά του ΤΑΙΠΕΔ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσε την υποστήριξη να παρέχει είτε το ΥΠΕΝ είτε ο ΔΕΣΦΑ. «Δεν είναι περιουσιακό στοιχείο του Δημοσίου για να μπορεί να το υποστηρίξει το υπουργείο χωρίς την παρουσία του φορέα υλοποίησης, δηλαδή του ΤΑΙΠΕΔ», δηλώνουν αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες στην «Κ».
Αντιστοίχως και η πλευρά του ΔΕΣΦΑ υποστηρίζει ότι δεν είναι θεμιτό για λόγους ανταγωνισμού να εμφανίζεται στην επιτροπή ένας υποψήφιος επενδυτής του έργου. Ο ΔΕΣΦΑ εμφανίζεται μάλιστα διπλά ζημιωμένος, αφού εξαιτίας της αποθήκης Καβάλας έμεινε εκτός PCI και ο αγωγός Ν. Μεσημβρίας – Kαβάλας, που σχεδιάστηκε για να εξυπηρετήσει κατά βάση το συγκεκριμένο project.
Η κρίσιμη απόφαση
Αυτό που μετά και την εμπειρία του άγονου διαγωνισμού του ΤΑΙΠΕΔ θα πρέπει να αποφασιστεί σε κεντρικό επίπεδο, είναι αν η χώρα χρειάζεται μια υποδομή στρατηγικού χαρακτήρα για την ενεργειακή της ασφάλεια σε μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις ή όχι. Ολες οι εμπλεκόμενες πλευρές συμφωνούν στο ότι εάν δεν υπάρξει παρέμβαση στο σκέλος της τιμολόγησης ή στο σκέλος των στρατηγικών αποθεμάτων, οποιοσδήποτε νέος διαγωνισμός θα καταλήξει επίσης άγονος. Οι προτάσεις για επιστροφή του project στο Δημόσιο συνδέονται με αυτή την οπτική και την πρόθεση να προχωρήσει όσο πιο άμεσα γίνεται για να μεγιστοποιηθούν και τα οφέλη.
πηγή: kathimerini,.gr